- πλαστογράφηση
- η, Νη ενέργεια τού πλαστογραφώ, η πλαστογραφία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πλαστογραφώ. Η λ., στον λόγιο τ. πλαστογράφησις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
μνημείο — Κάθε τι και κυρίως κάθε κτίσμα στήλη, τύμβος κλπ. που προορίζεται να συμβολίσει μια ιδέα ή να τιμήσει και να διαιωνίσει τη μνήμη κάποιου σημαντικού γεγονότος ή προσώπου. Τα προϊστορικά ντόλμεν, οι πυραμίδες, οι τύμβοι, είναι μνημεία αυτού του… … Dictionary of Greek
νόθευση — η (ΑΜ νόθευσις) [νοθεύω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού νοθεύω, νοθεία νεοελλ. φρ. «νόθευση εγγράφου» παραποίηση, πλαστογράφηση εγγράφου με σκοπό την παραπλάνηση κάποιου, αλλ. πλαστογραφία … Dictionary of Greek
Μάρτης, Νικόλαος — (Μουσθένη Καβάλας 1916 –). Πολιτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου και στη συνέχεια άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου. Πολέμησε στο Μακεδονικό μέτωπο (1940 41) και συμμετείχε στα Δεκεμβριανά. Εξελέγη… … Dictionary of Greek